ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορταχιά (ουσ. θηλ.) ορταχιά [ortaˈça] Ανακ. Aπό το ουσ. ορτάχος και το παραγωγ. επίθμ. -ία > -ιά.
Κολληγιά, συνεργατική αγροτική καλλιέργεια, όπου ο ένας εταίρος βάζει το κτήμα με το σπόρο και ο άλλος τις αγροτικές εργασίες
Συνών. ορταγί, ορταχεσὐνη, ορταχιλίκι
Τροποποιήθηκε: 13/07/2025