ορταχιά
(ουσ. θηλ.)
ορταχιά
[ortaˈça]
Ανακ.
Aπό το ουσ. ορτάχι και το παραγωγ. επίθμ. -ία > -ιά.
Κολληγιά, συνεργατική αγροτική καλλιέργεια, όπου ο ένας εταίρος βάζει το κτήμα με το σπόρο και ο άλλος τις αγροτικές εργασίες