ορταντζά
(επίθ.)
ορταντζάς
[ortanˈdzas]
Σίλ.
ορταντζ̑ά
[ortaˈnʤa]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Τροχ., Φλογ.
ορταντζά
[ortanˈdza]
Ουλαγ., Τροχ., Φλογ.
ορτάντζα
[or'tandza]
Μαλακ.
Θηλ.
ορταντζάσα
[ortanˈdzasa]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. ortanca = α) δεύτερος ανάμεσα σε τρία β) μεσαίος, ή από το τουρκ. ουσ. ortanca = το μεσαίο παιδί. Ο τύπ. ορταντζάσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. -α στο ορταντζάς.
Μεσαίος
ό.π.τ.
:
Τ' ορταντζ̑ά μ' το παιγί
(Το μεσαίο μου το παιδί)
Αξ.
-Κεσ.
Ντου ορταντζ̑ά ντου φσ̑άχ’ μ'
(Το μεσαίο παιδί μου )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Oρταντζάσα κόρη
(Η μεσαία κόρη)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Στο ορταντζά λέει: «Εσύ τι να κρέψεις ασ' το Χεγός;»
(Στο μεσαίο (παιδί) λέει: «Εσύ τι θα ζητήσεις από τον Θεό;»)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Εκείνο το ορταντζά το παιδί, ασ' σο μικρό το μέγα
(Εκείνο το μεσαίο το παιδί, το πιο μεγάλο από το μικρό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
μεσιακός, μεσινός, ορταλιχινός
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025