ορσελετίζω
(ρ.)
ορσελετίζω
[orseleˈtizo]
Φάρασ.
ορσα̈λα̈τίζω
[orsælæˈtizo]
Αφσάρ.
ορσα̈λα̈τώ
[orsælæˈto]
Αφσάρ.
Από τον αόρ. örseledi του τουρκ. ρ. örselemek = καταστρέφω με χτυπήματα, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Ανακατεύω και καταστρέφω τα κηπευτικά
ό.π.τ.