ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορσελετίζω (ρ.) ορσελετίζω [orseleˈtizo] Φάρασ. ορσα̈λα̈τίζω [orsælæˈtizo] Αφσάρ. ορσα̈λα̈τώ [orsælæˈto] Αφσάρ. Από τον αόρ. örseledi του τουρκ. ρ. örselemek = καταστρέφω με χτυπήματα, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Ανακατεύω και καταστρέφω τα κηπευτικά ό.π.τ.