ορταλιχινός
ορταλιγνός
[ortaliˈɣnos]
Μαλακ.
ορταλουχνού
[ortaluˈxnu]
Μισθ.
Από το ουσ. ορταλίκι, όπου και τύπ. ορταλούχ και ορταλίγα, και το παραγωγ. επίθμ. -ινός.
Ενδιάμεσος, μεσαίος
ό.π.τ.
Συνών.
ορτά