ορούς
(ουσ. ουδ.)
ορούς̑
[oˈruʃ]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. oruç= νηστεία, όπου και διαλεκτ. τύπ. oruş.
Νηστεία
Ουλαγ.
:
Απ' τεΐτσικα να πιάσωμ' ορούς̑
(Από αύριο θ' αρχίσουμε νηστεία)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
νηστεία, σαρακοστή :2
Τροποποιήθηκε: 07/05/2025