ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορούς (ουσ. ουδ.) ορούς̑ [oˈruʃ] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. oruç= νηστεία, όπου και διαλεκτ. τύπ. oruş.
Νηστεία Ουλαγ. : Απ' τεΐτσικα να πιάσωμ' ορούς̑ (Από αύριο θ' αρχίσουμε νηστεία) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. νηστεία, σαρακοστή :2
Τροποποιήθηκε: 07/05/2025