ορούς
(ουσ. ουδ.)
ορούς̑
[oˈruʃ]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. oruç= νηστεία, όπου και διαλεκτ. τύπ. oruş.
Νηστεία
Ουλαγ.