ορνιθιά
(ουσ. θηλ.)
ορνιθιά
[orniˈθça]
Σινασσ.
Από το ουσ. ορνίθι και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
Κοτέτσι
Σινασσ.
:
|| Παροιμ.
Ασ' την ορνιθιά μ' κονdά ορνίθ' δεν παίρω
(Δεν παίρνω κότα δίπλα από το κοτέτσι μου˙ Δεν πρέπει να συγγενεύουμε με γείτονες)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
κουμάσι :1, ορνιθιώνας, κουμασιώνα, πινελίκι
Τροποποιήθηκε: 01/07/2025