ορνιθιά
(ουσ. θηλ.)
ορνιθιά
[orniˈθça]
Σινασσ.
Από το ουσ. ορνίθι και το παραγωγ. επίθ. -ιά.
Κοτέτσι
Σινασσ.
:
|| Παροιμ.
Ασ' την ορνιθιά μ' κονdά ορνίθ' δεν παίρω
(Δεν παίρνω κότα από το κοτέτσι μου κοντά˙ Δεν πρέπει να συγγενεύουμε με γείτονες)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
κουμάσι, ορνιθιώνας, κουμασιώνα, πινελίκι