ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορνιθιά (ουσ. θηλ.) ορνιθιά [orniˈθça] Σινασσ. Από το ουσ. ορνίθι και το παραγωγ. επίθ. -ιά.
Κοτέτσι Σινασσ. : || Παροιμ. Ασ' την ορνιθιά μ' κονdά ορνίθ' δεν παίρω (Δεν παίρνω κότα από το κοτέτσι μου κοντά˙ Δεν πρέπει να συγγενεύουμε με γείτονες) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. κουμάσι, ορνιθιώνας, κουμασιώνα, πινελίκι