ορκελεντώ
(ρ.)
ορκελενdού
[orcelenˈdu]
Ουλαγ.
Από τον αόρ. öfkelendi του τουρκ. ρ. öfkelenmek = θυμώνω, όπου και διαλεκτ. τύπ. öğkelénmek και öykelenmek.