ορθός
(επίθ.)
ορτός
[orˈtos]
Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ.
ορτό
[orˈto]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σατ., Φάρασ., Φλογ.
ορθύς
[orˈθis]
Φερτάκ.
ορτύς
[orˈtis]
Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φερτάκ., Φλογ.
ορτ͑ύς
[orˈtʰis]
Αξ.
ορτσ̑ύς
[orˈtʃis]
Αραβαν., Γούρδ.
Πληθ.
ορτοί
[orˈti]
Φάρασ.
Από το αρχ. επίθ. ὀρθός (για τις σημ. 1-3). Ο τύπ. ὀρθύς αναλογ. προς τα επίθ. σε -ύς. Ο τύπ. ορτός νεότ.
1. Όρθιος
ό.π.τ.
:
Σηκών’κεν ντο τσ̑υλίνdρι ορτός
(σήκωσε τον κύλινδρο όρθιο)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Ορτύς με στέκνεις
(όρθιος μη στέκεσαι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ορτύς με στέκισι
(μην στέκεσαι όρθιος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Νύφ’ ρανἀ ορτύς
(η νύφη κοιτάζει όρθια, δηλ. ενώ στέκεται όρθια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σαμού πασλατίν’κεν o παπάς το Βαgέλιο σηκούμεστε ΄μείς ορτοί
(όταν άρχιζε ο παπάς το ευαγγέλιο, σηκωνόμαστε εμείς όρθιοι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
'τουν πήαμ' κοντά τ'νε, τὄνα σ̑ηκώη ορτύς
(Όταν πήγαμε κοντά τους, ο ένας σηκώθηκε όρθιος)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
Ορτύς ύστερα ση νευλή στεκούτουν και φίλανεν τα χέρα τ' τα πεθερικά
(Ύστερα (η νύφη) στεκόταν όρθια στην αυλή και φίλαγε τα χέρια των πεθερικών)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
2. Ίσιος
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Ρώτ’σαν ντο καμήλι, είπαν ‘dι: Ο σφονdυός σου σοτίπως έν’ στρα’ό; Τσ̑’ είπεν ‘dι το καμήλι: Τα ποίο μου μερα̈́ έν’ ορτό να νάνι τσ̑’ ο φσονdυό μου ορτό;
(ρώτησαν την καμήλα και της είπαν: ο σβέρκος σου γιατί είναι στραβός; Και η καμήλα είπε: Ποιο μέρος μου είναι ίσιος, για να είναι ίσιος κι ο σβέρκος μου;˙ για τους ανθρώπους που χαρακτηρίζονται από πολλά ελαττώματα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ίσιος, ντογρούς, ορθούτσικος
3. Σωστός, κατάλληλος, σύμφωνα με τους κανόνες της ηθικής ή της λογικής
κ.α., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ.
:
Τ’ ορτό τ’ γιαν
(η σωστή πλευρά)
Φλογ.
-Dawk.
Παίρου ορτό στράδα
(παίρνω τον σωστό δρόμο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ατά ντου παι’ί ντέν έχ’ ορτό ντιαρμπιά
(αυτό το παιδί δεν έχει σωστή αγωγή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντο σκέεις ορτό ντε ’ναι
(αυτὀ που κάνεις σωστό δεν είναι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
|| Φρ.
Ορτό όργου
(σωστό έργο˙ δουλειά της προκοπής)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Ασμ.
Χιτάτε να υπάμ’ μο το ορτόν το ’χ̇ίλι
Να ’ορτάσωμεν τον Άιζ-Βασίλη (Ορμάτε να πάμε με ορθή σκέψη
να γιορτάσουμε τον Άγιο Βασίλειο) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. μινασίπι :1
Να ’ορτάσωμεν τον Άιζ-Βασίλη (Ορμάτε να πάμε με ορθή σκέψη
να γιορτάσουμε τον Άγιο Βασίλειο) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. μινασίπι :1
4. Το ουδ. ως ουσ., η σωστή πλευρά του καθρέφτη
Φλογ.
β.
Το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ., αλήθεια
Μισθ., Ουλαγ., Σατ., Φάρασ.
:
Ντο ορτό τ’ εμέ πε τα
(την αλήθεια πες σε εμένα
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Να ειπώ το ορτόν, του τζ̑ο γροικάου ατα̈́ τα σ̑έγια
(Να πω την αλήθεια, δεν καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα
)
Φάρασ.
-Bağr.
'α σι πω τ' ορτά τ'
(Να σου πω την αλήθεια γι' αυτό
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
Ότιζ λέ' τ' ορτόν ντου, γατι-έζουν ντα 'σ' τα οφτά χωρία
(Όποιος λέει την αλήθεια, τον διώχνουν από τα εφτά χωριά
˙
Αυτός που λέει την αλήθεια γίνεται δυσάρεστος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Aρ να ειπώ τ' ορτό, θέλ' αν άβγο να φω
(Αν πω την αλήθεια, χρειάζομαι ένα άλογο για να διαφύγω
˙
Όποιος λέει την αλήθεια γίνεται δυσάρεστος)
Φάρασ.
-Κελεκ.