ορκίζω
(ρ.)
ορκίζου
[orˈcizu]
Μισθ.
Παθ.
ορκίζομαι
[orˈcizome]
Μισθ., Σινασσ.
ορκιέμι
[orˈcemi]
Φάρασ.
Αρχ. ρ. ὁρκίζω. Ο τύπ. ὁρκιέμαι με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ιέμαι > -ιέμι, πβ. και αρχ. ρ. ὁρκόω/ὁρκῶ.
Βάζω κάποιον να ορκιστεί
ό.π.τ.
:
Oρκίσ’ α’ είμ’ νά ‘νι αλήχεια
(ορκίσου να δούμε αν είναι αλήθεια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντε ήdουμι ογώ, που μπαγούρντιζα, σ’ τ' ορκίζομαι
(δεν είμαι εγώ που φώναζα, σου τ’ ορκίζομαι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.