ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορκίζω (ρ.) ορκίζου [orˈcizu] Μισθ. Παθ. ορκίζομαι [orˈcizome] Μισθ., Σινασσ. ορκιέμι [orˈcemi] Φάρασ. Αρχ. ρ. ὁρκίζω. Ο τύπ. ορκιέμαι με μεταπλ. κατά τα ρ. σε .
Βάζω κάποιον να ορκιστεί ό.π.τ. : Oρκίσ’ α’ είμ’ νά ’νι αλήχεια (Ορκίσου να δούμε αν είναι αλήθεια) Μισθ. -Κοτσαν.
Τροποποιήθηκε: 12/07/2025