ορκίζω
(ρ.)
ορκίζου
[orˈcizu]
Μισθ.
Παθ.
ορκίζομαι
[orˈcizome]
Μισθ., Σινασσ.
ορκιέμι
[orˈcemi]
Φάρασ.
Αρχ. ρ. ὁρκίζω. Ο τύπ. ορκιέμαι με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ώ.
Βάζω κάποιον να ορκιστεί
ό.π.τ.
:
Oρκίσ’ α’ είμ’ νά ’νι αλήχεια
(Ορκίσου να δούμε αν είναι αλήθεια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τροποποιήθηκε: 12/07/2025