όρθωμα
(ουσ. ουδ.)
όρτωμα
[ˈortoma]
Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ.
όρτουμα
[ˈortuma]
Μισθ., Φάρασ.
Μεσν. ουσ. ὄρθωμα = α) δομή, κατασκευή (πβ. Ευστ. Παρεκβ. Ὀδ. 1.213.3 «ἴκριον, σκηνικὸν ὄρθωμα καὶ πανηγυρικόν») β) σχέδιο, εγχείρημα.
1. Επιδιόρθωση, επισκευή
ό.π.τ.
:
Ιτσ̑αρώ ντο όρτωμα πολλά παράγια κρέει
(αυτουνού (ενν. του πράγματος) η επιδιόρθωση πολλά χρήματα θέλει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
2. Σεξ
Μισθ.
:
Απ' του όρτουμα σωρόφτ' η καργιά τ', ναίκα τ' ρόφ'σιν ντo
(Aπό το πολύ σεξ μαζεύτηκε η κοιλιά του, τη ρούφηξε η γυναίκα του)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
γκέρντημα, τσάχτημα :4