κούντημα
(ουσ. ουδ.)
κούνdημα
[ˈkundima]
Μισθ.
κούνdεμα
[ˈkundema]
Φλογ.
σκούdζ̑ημα
[ˈskudʒima]
Σίλ.
Nεότ. ουσ. κούντημα (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ρ. κουντώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Ο τύπος σκούdζ̑ημα δάν. από την κοινή ν.ε. (με τσιτακισμό).
1. Απώθηση, σπρώξιμο
ό.π.τ.
:
Κρέουμ' λίου κούντημα, να μας ρίψ' να πέσουμ'
(Μια σπρωξιά θέλουμε για να μας ρίξει να πέσουμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντώκι μι 'να κούντημα τσ̑ ' έπισα
(Μου έδωσε μιά σπρωξιά κι έπεσα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ρώκα του ένα σκούdζ̑ημα
(Του έδωσα μιά σπρωξιά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.