ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κούντημα (ουσ. ουδ.) κούνdημα [ˈkundima] Μισθ. κούνdεμα [ˈkundema] Φλογ. σκούdζ̑ημα [ˈskudʒima] Σίλ. Nεότ. ουσ. κούντημα (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ρ. κουντώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Ο τύπος σκούdζ̑ημα δάν. από την κοινή ν.ε. (με τσιτακισμό).
1. Απώθηση, σπρώξιμο ό.π.τ. : Κρέουμ' λίου κούντημα, να μας ρίψ' να πέσουμ' (Μια σπρωξιά θέλουμε για να μας ρίξει να πέσουμε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντώκι μι 'να κούντημα τσ̑ ' έπισα (Μου έδωσε μιά σπρωξιά κι έπεσα) Μισθ. -Κοτσαν. Ρώκα του ένα σκούdζ̑ημα (Του έδωσα μιά σπρωξιά) Σίλ. -Κωστ.Σ.
2. Συνουσία, "πήδημα" Μισθ. Πβ. κουντώ, Συνών. όρθωμα :2