ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουντουρντίζω (ρ.) qουdουρτίζω [qudurˈtizo] Μαλακ. γουdουρντούζω [ɣudurˈduzo] Αξ., Αραβαν. γουdουρντίζου [ɣudurˈdizu] Μισθ. γουτουρντίζω [ɣuturˈdizo] Φάρασ. γουτουρτίζω [ɣuturˈtizo] Φάρασ. κουτουρντώ [kuturˈdo] Σινασσ., Φλογ. γουdουρντώ [ɣudurˈdo] Σίλ. γουτουρντώ [ɣuturˈdo] Σινασσ. γουτουρντι-έω [ɣuturdiˈeo] Φάρασ. γουτουρτάγω [ɣuturˈtaɣo] Φάρασ. Αόρ. γουdούρσα [ɣuˈdursa] Αξ., Μισθ., Σινασσ. κουτούρσα [kuˈtursa] Φλογ. Μτχ. κουdουρντισμένο [kudurdiˈzmeno] Αραβ. Από τον αόρ. kudurdu του τουρκ. ρ. kudurmak = λυσσώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. gudurmak, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Λυσσάω, καταλαμβάνομαι από μανία ό.π.τ. : Baσ̑ιλιός, 'τον τ' άκουσε, κουτούρ'σεν (Ο βασιλιάς, όταν το άκουσε, λύσσαξε από το θυμό του) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. γουντουλατώ, λυσσιάζω
β. Συμπεριφέρομαι έξαλλα ή αλλοπρόσαλλα Μισθ., Σινασσ. : Βρήκετε δυό-τρεις μέρες ησυχία με τες γιορτές και γουdούρ'σετε (Βρήκατε δυό-τρεις μέρες ησυχία με τις γιορτές και λυσσάξατε ) Σινασσ. -Τακαδόπ. Τι είνι, έφα'ιτ' πολύ κ'σα̈́ρ', λέισκι, γι' αυτό γουντούρ'σιτ' (Τι συμβαίνει, φάγατε πολύ κριθάρι έλεγε (ενν. η γιαγιά προς τα άτακτα παιδιά), γι' αυτό λυσσάξατε ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Για θάλασσες και ποτάμια, λυσσομανώ, φουρτουνιάζω Αξ., Αραβ. : Tώρα είναι κουdουρντισμένο το ιρμάχ' (Tώρα είναι φουρτουνιασμένο το ποτάμι) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ165 Ετό καιρός γουντούρ'σεν, όλα να μας πάρ' (Αυτός ο καιρός λύσσαξε, θα μας πάρει όλους και θα μας σηκώσει) Αξ. -Παυλίδ.