κουντουρντίζω
(ρ.)
qουdουρτίζω
[qudurˈtizo]
Μαλακ.
γουdουρντούζω
[ɣudurˈduzo]
Αξ., Αραβαν.
γουdουρντίζου
[ɣudurˈdizu]
Μισθ.
γουτουρντίζω
[ɣuturˈdizo]
Φάρασ.
γουτουρτίζω
[ɣuturˈtizo]
Φάρασ.
κουτουρντώ
[kuturˈdo]
Σινασσ., Φλογ.
γουdουρντώ
[ɣudurˈdo]
Σίλ.
γουτουρντώ
[ɣuturˈdo]
Σινασσ.
γουτουρντι-έω
[ɣuturdiˈeo]
Φάρασ.
γουτουρτάγω
[ɣuturˈtaɣo]
Φάρασ.
Αόρ.
γουdούρσα
[ɣuˈdursa]
Αξ., Μισθ., Σινασσ.
κουτούρσα
[kuˈtursa]
Φλογ.
Μτχ.
κουdουρντισμένο
[kudurdiˈzmeno]
Αραβ.
Από τον αόρ. kudurdu του τουρκ. ρ. kudurmak = λυσσώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. gudurmak, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Λυσσάω, καταλαμβάνομαι από μανία
ό.π.τ.
:
Baσ̑ιλιός, 'τον τ' άκουσε, κουτούρ'σεν
(Ο βασιλιάς, όταν το άκουσε, λύσσαξε από το θυμό του)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
γουντουλατώ, λυσσιάζω
β.
Συμπεριφέρομαι έξαλλα ή αλλοπρόσαλλα
Μισθ., Σινασσ.
:
Βρήκετε δυό-τρεις μέρες ησυχία με τες γιορτές και γουdούρ'σετε
(Βρήκατε δυό-τρεις μέρες ησυχία με τις γιορτές και λυσσάξατε
)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Τι είνι, έφα'ιτ' πολύ κ'σα̈́ρ', λέισκι, γι' αυτό γουντούρ'σιτ'
(Τι συμβαίνει, φάγατε πολύ κριθάρι έλεγε (ενν. η γιαγιά προς τα άτακτα παιδιά), γι' αυτό λυσσάξατε
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Για θάλασσες και ποτάμια, λυσσομανώ, φουρτουνιάζω
Αξ., Αραβ.
:
Tώρα είναι κουdουρντισμένο το ιρμάχ'
(Tώρα είναι φουρτουνιασμένο το ποτάμι)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
Ετό καιρός γουντούρ'σεν, όλα να μας πάρ'
(Αυτός ο καιρός λύσσαξε, θα μας πάρει όλους και θα μας σηκώσει)
Αξ.
-Παυλίδ.