κουντουράς
(ουσ. αρσ.)
κουνdουράς
[kunduˈras]
Σινασσ.
Από το ουσ. κουντούρα και το παραγωγ. επίθμ. -άς.
Παπουτσής
Συνών.
κουντουρατζής