ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουντουράς (ουσ. αρσ.) κουνdουράς [kunduˈras] Σινασσ. Από το ουσ. κουντούρα και το παραγωγ. επίθμ. -άς.
Παπουτσής : Φόραινεν και ένα ζευγάρ' καινούργια παπούτσια που τα έλειψεν ο κουνdουράς μαύρο χαβιάρ' και ποτέ περπάτανεν έφκιαναν τζιζίρ τζιζίρ (Φορούσε κι ένα ζευγάρι καινούργια παπούτσια που τα άλειψε ο παπουτσής μαύρο χαβιάρι και όταν περπατούσε έτριζαν) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. κουντουρατζής
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025