κουντουρατζής
(ουσ. αρσ.)
κουνdουρατζ̑ής
[kunduraˈdʒis]
Σίλ.
κουτουρατζής
[kuturaˈdzis]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. kunduracı = κατασκευαστής ή πωλητής παπουτσιών.