κουντώ
(ρ.)
κονdώ
[konˈdo]
Φάρασ.
κ͑ουνdώ
[kʰunˈdo]
Ανακ., Αξ., Αραβ., Δίλ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ., Φερτάκ.
κ͑ουdώ
[kʰuˈdo]
Σίλ.
κ͑ουνdώ
[kʰunˈdo]
Αξ.
qουνdώ
[qunˈdo]
Μαλακ., Σίλατ., Φλογ.
κονdάου
[konˈdau]
Φάρασ., Φκόσ.
σκουdώ
[skuˈdo]
Σίλ.
Παρατατ.
κονdάνκα
[konˈdanka]
Φάρασ., Φκόσ.
κούνdανα
[ˈkundana]
Μισθ.
qούνdανα
[ˈqundana]
Φλογ.
qόνdανα
[ˈqondana]
Φλογ.
κούνdεινα
[ˈkundina]
Αξ., Τροχ.
Αόρ.
κόντ'σα
[ˈkontsa]
Αφσάρ., Φάρασ.
σκούdζ̑ησα
[ˈskudʒisa]
Σίλ.
Παθ. Αόρ.
κονdήθα
[konˈdiθa]
Φάρασ.
Υποτ.
κουντηχώ
[kundiˈxo]
Μισθ.
Από το μεσν. ρ. κουντῶ, το οπ. ή από το αρχ. ρ. ἀκοντίζω (Λεξ. Κριαρ.) ή από το αρχ. ουσ. κοντός = πάσσαλος και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω (ΛΚΝ, λ. σκουντώ). Ο τύπ. σκουdώ δάν. από την κοινή ν.ε.
1. Ρίχνω, πετώ
ό.π.τ.
:
Kούνdα το ιgιά σο ιρμάχ'
(Πέταξέ το εκειπέρα στο ποτάμι)
Φλογ.
-Dawk.
'α σι κουνdήσουμι σο ποτάμι
(Θα σε πετάξουμε στο ποτάμι)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Ο παπάς κοντά εσμό σα σπίτε
(Ο παπάς ρίχνει αγιασμό στα σπίτια)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
κ͑ούνdα λίγο άλας στο φαγί
(Ρίξε λίγο αλάτι στο φαγητό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το βασιλόπαιδο κούντησε το χτέν' και νότον ένα μέγα δάσος
(Το βασιλόπουλο πέταξε το χτένι και έγινε ένα μεγάλο δάσος)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Κούντζε το φουνdουκάκι και σευτύς χτίστην ένα παλάτι
(Πέταξε το φουντουκάκι και αμέσως χτίστηκε ένα παλάτι)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Κούνd'σαν μας λερά, κυριός λερά
(Μας έρριξαν νερά, κρύα νερά)
Αξ.
-Παυλίδ.
'α κονdήσω τη λαχτυλίδα μου σο ντενίζ 'πέσου
(Θα πετάξω το δαχτυλίδι μου μέσα στην θάλασσα)
Φάρασ.
-Dawk.
Ή να σας κοντήσω ση θάλασσα ή να μα δώσιτι παράδις
(Ἠ θα σας ρίξω στην θάλασσα ή θα μου δώσετε λεφτά)
Τσουχούρ.
-VLACH
Κονdάνκαν τα σο τρυπίν 'πέσου σα μαγαράδε
(Τους έρριχναν μέσα στην τρύπα, στις σπηλιές)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Κούντα το ένα τέρ'
(Πέτα του μιά πέτρα)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Στέρου φερύνκαμε τον παπά, φτένκε αεσμός, κονdάνκε τζ̑αι σο φσ̑όκκο αεσμός
(Ύστερα φέρναμε τον παπά, έκανε αγιασμό, ράντιζε και το νεογέννητο με αγιασμό)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
qούνdαναν τσάκ'
(Έριχναν κλήρο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1425
|| Φρ.
Κουνdώ τουφέκια
(Ρίχνω τουφέκια˙ ρίχνω τουφεκιές, πυροβολώ)
Σίλατ., Δίλ.
-ΙΛΝΕ 812
Κουνdά νισ̑κιά
(Ρίχνει φωτιά˙ πέφτουν κεραυνοί)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Κονdώ 'πέσου
(Ρίχνω μέσα˙ ρίχνω στην φυλακή)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
|| Παροιμ.
Ο Θεός σα ψεά τα ρουσ̑ία κονdά το σ̑όνι
(O Θεός στα ψηλά τα βουνά ρίχνει το χιόνι˙ ο Θεός στέλνει μεγάλα βάσανα σε αυτούς που μπορούν να τα αντέξουν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
βινεύω, κονώνω :3, πετώ :1, σέρνω :2
2. Σπρώχνω, απωθώ
Μισθ., Σίλ.
:
Μη τα κουντζήσεις τέκνους
(Μην το σπρώξεις το παιδί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κούντα δου ατό
(Απώθησέ τον αυτόν)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κούνdαναμ' ντου, μπιουριουκτιούρντιζαμ' ντου
(Το σπρώχναμε, το στοιβάζαμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σκούdζ̑ησίν ντου, ντώκιν ντου κάτω
(Τον σκούντησε, τον έρριξε κάτω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Κούντει-κούντει
(Σπρώξε-σπρώξε˙ σπρώχνοντας)
Μισθ.
-Μακρ.
Συνών.
λαχτίζω, μουχτάω, σοκτώ, σουρουλατίζω :2
3. Βγάζω προς τα έξω
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Ο χωρίος κόνd’σεν γκως, συ 'α vdα 'ρτιέσ’;
(Το χωριό πέταξε κώλο, εσύ θα τα διορθώσεις;˙ απάντηση σε όποιον παραπονιέται για την ανηθικότητα ή την αναίδεια κάποιου άλλου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
β.
Μεσοπαθ., πηδώ
Φάρασ., Φλογ.
:
Ετό το φσ̑αχ' αν γκι ξευρίσ̑κεν το πουλί, δεν qόνdανεν σο κιφάλι τ'
(Αυτό το αγόρι αν δεν το ήξερε το πουλί, δεν θα κούρνιαζε στο κεφάλι του
)
Φλογ.
-Dawk.
5. Κάνω έρωτα, "πηδάω"
Μισθ.
:
Να κουντηχώ
(Θα πηδηχτώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Κούντα μι
(Πήδα με)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
γαμώ