ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βινεύω (ρ.) βινεύω [viˈnevo] Φάρασ. βινεύου [viˈnevu] Φάρασ. βινέω [viˈneo] Φάρασ. Αόρ. βίνεψα [ˈvinepsa] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. μπίνεψα [ˈbinepsa] Φάρασ. φίνεψα [ˈfinepsa] Φάρασ. Πιθ. από το ρ. δινεύω (Ηadzidakis 1897: 417, Dawkins, 1915: 589, Ανδριώτης 1948: 56), πβ. το κυπριακό ρ. βουννίζω = ρίχνω. Για την τροπή [ð] > [v] στα Φάρασα πβ. δυνατός > βυνατός, δισώμι > βισώμι, δανείζω > βανείζου.
Ρίχνω, εκσφενδονίζω ό.π.τ. : Βίνεψάν ντα σα οράνε (Τα ἐρριξαν σε έρημους τόπους) Φάρασ. -Dawk. Φίνεψεν ντα σον τσ̑άλο μπάνου (Το ἐρριξε πάνω στον θάμνο) Φάρασ. -Dawk. Βίνεψε τα θάλε σταυρατά (Πέταξε τις πέτρες κατά μέρος) Φάρασ. -Dawk.Boy Οι Τούρτζ̑οι 'ενόσανdε μεζεμπούρι να βινέψουν τα σιλάχε τους τζ̑αι 'ίνουν τεσλίμι (Οι Τούρκοι βρέθηκαν στην ανάγκη να ρίξουν τα όπλα τους και να παραδοθούν) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. 'άν’dα φέρει 'άν’dα βινέψει μbρό μου (Θα τα φέρει να τα ρίξει μπροστά μου) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Βίνιψίν ντa ατσ̑εί 'πέσου (To έρριξε εκεί μέσα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Βίνεψεν γκως (Πέταξε κώλο˙ έγινε αδιάντροπος, έπεσε στην διαφθορά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Βινεύω ρεμίλι (Ρίχνω γεωμαντεία˙ ρίχνω πετραδάκια για να κάνω γεωμαντεία) Φάρασ. -Dawk.Boy || Παροιμ. Τό καdζ̑ί μη τα βινέφ' σο γιαπάν' (Το λόγο μην τον πετάς στον βρόντο˙ μη μιλάς μάταια) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το στσ̑υλλί σαμού 'αλεί, βίνεπ' τα σο στόμα του α 'στό (Το σκυλί όταν γαβγίζει πέτα του στο στόμα ένα κόκκαλο˙ για την αποτελεσματικότητα της διπλωματίας ή της δωροδοκίας) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. απερρίφτω, δίνω, κονώνω, πετώ, σέρνω