βήχα
(ουσ. θηλ.)
βήχα
[ˈvixa]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Φλογ.
βρήχα
[ˈvrixa]
Σίλ.
Aπό το αρχ. ουσ. ὁ/ἡ βήξ, αιτ. βῆχα.
Βήχας
ό.π.τ.
:
Ξερό ένα βρήχα
(Ένας ξερόβηχας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πιάσε με βήχα
(Μ' έπιασε βήχας)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Γαϊdουριού βήχα
(Γαϊδουρόβηχας˙ η ασθένεια κοκκύτης)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.