βερικοκκιά
(ουσ. θηλ.)
βορ'κοκκιά
[vοrkoˈca]
Ανακ.
βορ'κοτσ̑ά
[vorkoˈtʃa]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. βερικκοκία, το οπ. από το ουσ. βερικόκκι και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Το δέντρο βερικοκκιά
Συνών.
καΐσι :2