ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βερέμης (επίθ.) βερέμης [veˈremis] Ανακ. Ουδ. βερέμι [veˈremi] Φάρασ. βα̈ρα̈́μι [væˈræmi] Αφσάρ. βεράμι [veˈrami] Σίλ. βιράμι [viˈrami] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. verem = α) φυματίωση β) φυματικός. Η λ. ως ουδ. ουσ. ήδη νεότ. (Μηνάς 2012: 219).
1. Ως ουσ., φυματίωση Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ. : Βιράμι έσ̑ει (Έχει φυματίωση) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Ως επίθ., φυματικός, φθισικός ό.π.τ. : Σε να ’ινώ βεράμι, ουσάνdζισα (Θα χτικιάσω, βαρέθηκα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6