βερέμης
(επίθ.)
βερέμης
[veˈremis]
Ανακ.
Ουδ.
βερέμι
[veˈremi]
Φάρασ.
βα̈ρα̈́μι
[væˈræmi]
Αφσάρ.
βεράμι
[veˈrami]
Σίλ.
βιράμι
[viˈrami]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. verem = α) φυματίωση β) φυματικός. Η λ. ως ουδ. ουσ. ήδη νεότ. (Μηνάς 2012: 219).
1. Ως ουσ., φυματίωση
Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ.
:
Βιράμι έσ̑ει
(Έχει φυματίωση)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Ως επίθ., φυματικός, φθισικός
ό.π.τ.
:
Σε να ’ινώ βεράμι, ουσάνdζισα
(Θα χτικιάσω, βαρέθηκα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6