βενετώνω
(ρ.)
βενετώνω
[veneˈtono]
Ανακ., κ.α., Σινασσ., Φάρασ.
Aπό το επίθ. βένετος και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω. Η λ. και Κύπρ. (ΙΛΝΕ).
1. Γίνομαι μπλε ή μαύρος, μελανιάζω, μπλαβιάζω
ό.π.τ.
2. Βάφω κάτι γαλάζιο
Φάρασ.