βένετος
(επίθ.)
βένετος
[ˈvenetos]
κ.α., Κίσκ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ.
βένετο
[ˈveneto]
Αξ., Σεμέντρ., Τσαρικ., Φλογ.
βένετου
[ˈvenetu]
Μαλακ., Μισθ.
βένατου
[ˈvenatu]
Τσουχούρ., Φάρασ.
αβένετο
[aˈveneto]
Τροχ.
Από το μεταγν. επίθ. βένετος (< λατιν. venetus) = γαλαζοπράσινος. Η λ. και Πόντ. Κύπρ.
1. Γαλάζιος
ό.π.τ.
:
Βένετο φταλμού ζινίθι
(Γαλάζια χάντρα για την βασκανία)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Αβένετο ζενίθι
(Γαλάζια χάντρα)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
Βένετα φτάλμα
(Γαλάζια μάτια)
Κίσκ.
-ΚΜΣ-ΚΠ376
Νεκκλησ̑ά είχεν ένα καβάδ', σα παπαδιού το φορά το πινίσ' βένετο πανί ηταν
(Η εκκλησία είχε ένα καβάδι, ήταν φωτεινό μπλε σαν τα άμφια που φοράει ο παπάς)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
τσινί, τσινιώνας
2. Γενικότ., σκούρος, μελανός, μπλε-πράσινος, πράσινος ή μαύρος
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ.
:
Βένετα κρομμύδια
(Πράσινα κρεμμυδάκια φρέσκα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Το χωράφι μας ένι 'κόμη βένατου τσ̑ιβίτι
(Το χωράφι μας είναι ακόμη πράσινο, καταπράσινο)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Παροιμ.
Ατσ̑είνο το βένετον το 'ίδι ότις τα θωρεί, λέ' τι: «Η τσ̑οιλία του ’έμει άλειμμα»
(Εκείνο το σκούρο γίδι όποιος το βλέπει λέει: «Η κοιλιά του είναι γεμάτη βούτυρο»˙ όταν θεωρούμε λανθασμένα κάποιον πλούσιο από την εξωτερική του εμφάνιση)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.