τσινιώνας
(επίθ.)
τσινιώνας
[tsiˈɲonas]
Μισθ.
Από το ουσ. τσινί και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Γαλαζωπός
Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024