τσιπλακλαντίζω
(ρ.)
τζιπλαχλαντίζω
[dziplaxlanˈdizo]
Ανακ.
τσιμπλακλανdίζου
[tsiblaklanˈdizu]
Μισθ.
τσιμπλακλαΐζου
[tsiblakla'izu]
Μισθ.
τσιπλακλανdώ
[tsiplaklanˈdo]
Σίλ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. çıplaklanmak =γυμνώνομαι.
1. Γδύνομαι, γυμνώνομαι
ό.π.τ.
:
Τσιπλακλανdά, μπαίνει 'ζ ντενίζι
(Γδύνεται, μπαίνει στη θάλασσα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
|| Φρ.
Τζιπλαχλάντ’σεν το κεφάλ'
(Γυμνώθηκε το κεφάλι˙ Έμεινα φαλακρός)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
2. Ξεγυμνώνω
β.
Μτφ., αφαιρώ την περιουσία κάποιου