ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιπλακλαντίζω (ρ.) τζιπλαχλαντίζω [dziplaxlanˈdizo] Ανακ. τσιμπλακλανdίζου [tsiblaklanˈdizu] Μισθ. τσιμπλακλαΐζου [tsiblakla'izu] Μισθ. τσιπλακλανdώ [tsiplaklanˈdo] Σίλ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. çıplaklanmak =γυμνώνομαι.
1. Γδύνομαι, γυμνώνομαι ό.π.τ. : Τσιπλακλανdά, μπαίνει 'ζ ντενίζι (Γδύνεται, μπαίνει στη θάλασσα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 || Φρ. Τζιπλαχλάντ’σεν το κεφάλ' (Γυμνώθηκε το κεφάλι˙ Έμεινα φαλακρός) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Ξεγυμνώνω
β. Μτφ., αφαιρώ την περιουσία κάποιου