τσιραχπάς
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιραχπάς
[tʃiraxˈpas]
Ανακ., Σινασσ., Φλογ.
τσ̑ιραχπά
[tʃira'xpa]
Αξ.
τσεραχπά
[tseraxˈpa]
Σινασσ.
Πληθ.
τσιραχπάδια
[tsiraxˈpaðʝa]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. çırakma, παλαιότ. çirāġpā (< περσ. çirāġpā) = α) λυχνοστάτης β) κηροπήγιο (Eren 2020, λ. çırakma).
1. Τρίποδος λυχνοστάτης
ό.π.τ.
:
Ήψαμ' το τσεράκ', τό βαλαμ' στο παθηνί επάνω 'ς το τσεραχπά
(Ανάψαμε το λυχνάρι, το βάλαμε στην υποδοχή επάνω στον λυχνοστάτη)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
β.
Μικρό πήλινο ή μεταλλικό λυχνάρι για την μεταφορά φωτός
Σινασσ.
2. Μτφ., είδος αράχνης με ψηλά πόδια
Φλογ.
3. Στον πληθ., η λ. ως τοπων.
Σινασσ.