ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιραχπάς (ουσ. ουδ.) τσ̑ιραχπάς [tʃiraxˈpas] Ανακ., Σινασσ., Φλογ. τσ̑ιραχπά [tʃira'xpa] Αξ. τσεραχπά [tseraxˈpa] Σινασσ. Πληθ. τσιραχπάδια [tsiraxˈpaðʝa] Μαλακ., Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. çırakma, παλαιότ. çirāġpā (< περσ. çirāġpā) = α) λυχνοστάτης β) κηροπήγιο (Eren 2020, λ. çırakma).
1. Τρίποδος λυχνοστάτης ό.π.τ. : Ήψαμ' το τσεράκ', τό βαλαμ' στο παθηνί επάνω 'ς το τσεραχπά (Ανάψαμε το λυχνάρι, το βάλαμε στην υποδοχή επάνω στον λυχνοστάτη) Σινασσ. -Λεύκωμα
β. Μικρό πήλινο ή μεταλλικό λυχνάρι για την μεταφορά φωτός Σινασσ.
2. Μτφ., είδος αράχνης με ψηλά πόδια Φλογ.
3. Στον πληθ., η λ. ως τοπων. Σινασσ.