τσίπρες
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ίπρες
['tʃipres]
Αξ., Αραβαν., Φερτάκ.
τζ̑ίbρες
['dʒibres]
Ουλαγ.
τσίπρα
['tsipra]
Γούρδ., Φλογ.
τσ̑ίπρα
['tʃipra]
Μαλακ.
τσίπρια
['tsipria]
Ποτάμ., Σινασσ.
τζίπρα
['dzipra]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. cibre = ποτό που παράγεται από την απόσταξη σταφυλιών., όπου και διαλεκτ. τύπ. cibre, cıpra, απώτερα αντιδάν. από το μεσν. ελλ. τσίπουρα (Tietze 2016, λ. çipuri/çıpra/cibre).
Τσίπουρα, στέμφυλα
ό.π.τ.
:
Τα τσίπρια τα βάζαν σε κ͑ούπια
(Τα τσίπουρα τα έβαζαν σε κιούπια)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ328