ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσίπα (I) (ουσ. θηλ.) τσίπα ['tsipa] Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ. τσ̑ίπα ['tʃipa] Αφσάρ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ. τσ̑ίπ-πα ['tʃippa] Αξ. Πληθ. τσ̑ίπες ['tʃipes] Μισθ. τσίπις ['tsipis] Μαλακ. Μεσν. ουσ. τσίπα = πέπλος, το οπ. από το σλαβ. ουσ. tsipa.
1. Πέτσα που σχηματίζεται όταν βράζει το γάλα, ή πέτσα του γιαουρτιού ό.π.τ. Συνών. άθος, καϊμάκι :1, πρόσωπο
β. Ειδικότ., καϊμάκι, αποξηραμένη πέτσα γάλακτος, που προσφέρεται ως γλύκισμα ό.π.τ. : Ντα τσίπις σ̑άνιξαν ντα σου γάμους (Τα καϊμάκια τα έφτιαχναν στους γάμους ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Φέριξαν τσίπα, φέριξαν σουγγάτους, να καλοπιάσ'νι του γκιελιούνgουζα (Έφερναν καϊμάκι, έφερναν ομελέτα, για να καλοπιάσουν την μελλόνυμφη ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Τετράγωνο πλουμιστό μαντήλι διπλωμένο τριγωνικά, το οποίο δένει στην μέση, τμήμα της νυφικής φορεσιάς Σίλ.