τσίπα (I)
(ουσ. θηλ.)
τσίπα
['tsipa]
Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ.
τσ̑ίπα
['tʃipa]
Αφσάρ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
τσ̑ίπ-πα
['tʃippa]
Αξ.
Πληθ.
τσ̑ίπες
['tʃipes]
Μισθ.
τσίπις
['tsipis]
Μαλακ.
Μεσν. ουσ. τσίπα = πέπλος, το οπ. από το σλαβ. ουσ. tsipa.
1. Πέτσα που σχηματίζεται όταν βράζει το γάλα, η πέτσα του γιαουρτιού
ό.π.τ.
Συνών.
άθος :1, καϊμάκι :1, πρόσωπο
2. Ειδικότ., καϊμάκι, αποξηραμένη πέτσα γάλακτος, που προσφέρεται ως γλύκισμα
ό.π.τ.
:
Ντα τσίπις σ̑άνιξαν ντα σου γάμους
(Τα καϊμάκια τα έφτιαχναν στους γάμους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Φέριξαν τσίπα, φέριξαν σουγγάτους, να καλοπιάσ'νι του γκιελιούνgουζα
(Έφερναν καϊμάκι, έφερναν ομελέτα, για να καλοπιάσουν την μελλόνυμφη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
καϊμάκι, ξερός
3. Μτφ., φιλότιμο
Μισθ.
:
Ισύ τσίπα απάνους ντέν έεις
(εσύ φιλότιμο πάνω σου δεν έχεις)
Μισθ.
-Κοτσαν.