τσίπρα
(ουσ. θηλ.)
τσ̑ίπρα
['tʃipra]
Μισθ.
Πληθ.
τσ̑ίπρες
['tʃipres]
Μισθ.
Πληθ.
τσίπρις
['tsipris]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çipre και cıbra = μύτη του καλεμιού (THADS 3, λ. cıbra I, çipre).
Βελόνι πλεξίματος, καλτσοβελόνα
Μισθ.
:
Με ντα τσίπρις πλέχιξαμ' ντα μπιόρτσια
(με βελόνες πλέκαμε της κάλτσες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
μίλι, τσιμπίδι :3, τσόπι