τσίπρα
(ουσ. θηλ.)
τσ̑ίπρα
['tʃipra]
Μισθ.
Πληθ.
τσ̑ίπρες
['tʃipres]
Μισθ.
τσίπρις
['tsipris]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çipre και cıbra = μύτη του καλεμιού (THADS 3, λ. cıbra I, çipre).
Τροποποιήθηκε: 03/06/2025