ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσίπρα (ουσ. θηλ.) τσ̑ίπρα ['tʃipra] Μισθ. Πληθ. τσ̑ίπρες ['tʃipres] Μισθ. Πληθ. τσίπρις ['tsipris] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çipre και cıbra = μύτη του καλεμιού (THADS 3, λ. cıbra I, çipre).
Βελόνι πλεξίματος, καλτσοβελόνα Μισθ. : Με ντα τσίπρις πλέχιξαμ' ντα μπιόρτσια (με βελόνες πλέκαμε της κάλτσες) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. μίλι, τσιμπίδι :3, τσόπι