ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιντάρ (ουσ. αρσ.) τσ̑ινdάρ [tʃin'dar] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φκόσ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. cindar = μέντιουμ, μάγος, θεραπευτής (Tietze 2016, λ. cindar/cinder).
Μάγος και κατ’ επέκτ. απατεώνας ό.π.τ. Συνών. γαλπαζάνος :1, κομπωσιάρης, κομπωτής
Τροποποιήθηκε: 06/06/2025