τσιντάρ
(ουσ. αρσ.)
τσ̑ινdάρ
[tʃin'dar]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φκόσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. cindar = μέντιουμ, μάγος, θεραπευτής (Tietze 2016, λ. cindar/cinder).