τσιντέμι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιdέμ'
[tʃiˈdem]
Μισθ.
Πληθ.
τσ̑ιdέμια
[tʃiˈdemɲa]
Από το τουρκ. ουσ. çiğdem = το ποώδες φυτό κρόκος, colchicum, όπου και διαλεκτ. τύπ. çidem (Tietze 2016, λ. çiğdem, THADS, λ. çidem%i).
Eίδος ζουμπουλιού του οποίου η ρίζα τρωγόταν
Μισθ.
:
Βγάλλισ̑καμ' απ' του γιαζί τα τσ̑ιdέμια
(Βγάζαμε από το χωράφι τα ζουμπούλια)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Τροποποιήθηκε: 22/10/2025