τσιντέμι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιdέμ'
[tʃiˈdem]
Μισθ.
Πληθ.
τσ̑ιdέμια
[tʃiˈdemɲa]
Από το τουρκ. ουσ. çiğdem = το ποώδες φυτό κρόκος, colchicum, όπου και διαλεκτ. τύπ. çidem (Tietze 2016, λ. çiğdem/çiydem/çiğdene, THADS 3, λ. çidem).
Eίδος ζουμπουλιού του οποίου η ρίζα τρωγόταν
Μισθ.