ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιντέμι (ουσ. ουδ.) τσ̑ιdέμ' [tʃiˈdem] Μισθ. Πληθ. τσ̑ιdέμια [tʃiˈdemɲa] Από το τουρκ. ουσ. çiğdem = το ποώδες φυτό κρόκος, colchicum, όπου και διαλεκτ. τύπ. çidem (Tietze 2016, λ. çiğdem, THADS, λ. çidem%i).
Eίδος ζουμπουλιού του οποίου η ρίζα τρωγόταν Μισθ. : Βγάλλισ̑καμ' απ' του γιαζί τα τσ̑ιdέμια (Βγάζαμε από το χωράφι τα ζουμπούλια) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887
Τροποποιήθηκε: 22/10/2025