τσίπα (II)
(ουσ. θηλ.)
τσ̑ίπα
['tʃipa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. cıba = ξύλινο καρφί (THADS 3, λ. cıba II).
Αγκάθι, παλούκι
:
|| Φρ.
Η τσ̑ίπα βγκαλίνει την τσ̑ίπα
(Το παλούκι βγαίνει με παλούκι˙ Το κακό αντιμετωπίζεται πάλι με κακό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.