ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσίπα (II) (ουσ. θηλ.) τσ̑ίπα ['tʃipa] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. cıba = ξύλινο καρφί (THADS 3, λ. cıba II).
Αγκάθι, παλούκι : || Φρ. Η τσ̑ίπα βγκαλίνει την τσ̑ίπα (Το παλούκι βγαίνει με παλούκι˙ Το κακό αντιμετωπίζεται πάλι με κακό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.