τσιράκι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιράκι
[tʃiˈraci]
Ανακ.
τσ̑ι̂ράq
[tʃɯˈraq]
Μαλακ., Ουλαγ.
τσ̑ιράκ
[tʃiˈrak]
Ουλαγ.
τσ̑ιράχ
[tʃiˈrax]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
τσ̑ιράγι
[tʃɯˈraʝi]
Μισθ.
Αρσ.
τσ̑ιράχος
[tʃiˈraxos]
Αφσάρ., Φάρασ.
τ͑σ̑ιράχος
[tʰʃiˈraxos]
Φάρασ.
τσ̑ιράχους
[tʃiˈraxus]
Φάρασ.
τσιράχους
[tsiˈraxus]
Μισθ., Τσουχούρ.
Πληθ.
τσ̑ιράχ̇ια
[tʃiˈraxʝa]
Αξ., Μισθ., Σίλ., Φλογ.
τσιράχια
[tsiˈraça]
Μισθ.
τζιράχοι
[dziˈraçi]
Φάρασ.
Θηλ.
τσ̑ιράχτσα
[tʃiʹraxtsa]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. τσιράκι = α) μαθητευόμενος β) προστατευόμενος (Mackridge 2021: 217), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çırak (< περσ. çirāġ) = βοηθός, μαθητευόμενος. O τύπ. τσ̑ιράχτσα από τσ̑ιράχισσα.
1. Οικιακός υπηρέτης
Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
:
Ντο παιί τ' έγισ̑γκε ένα τσ̑ιράq
(Το παιδί του είχε έναν υπηρέτη)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ντο παιί οπ' παίνισ̑γκε, απαπίσω τ' ήρτε γκαι ντο τσ̑ι̂ράq
(όπου πήγαινε το παιδί, από πίσω ερχόταν και ο υπηρέτης)
Ουλαγ.
-Dawk.
Απεκού πήγε και εστάγε ένα τσ̑ιράq και λέισ̑γκε μετέλια
(εκεί πήγε και έμεινε σαν υπηρέτρια και έλεγε ιστορίες)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ιτσ̑ά ντίνισ̑γκέν ντα τσ̑ιράq, και φέρισ̑γκαν τσ̑ι̂ρακιού τ’ ντα παράγια, γκαι μπεσλέdινισ̑γκαν
(Αυτά αυτή τα έστελνε σαν υπηρέτες και θα έφερναν λεφτά από την δουλειά τους και την υποστήριζαν)
Ουλαγ.
-Dawk.
Του κορίτσ̑' μι ντου μαχαίρ' έκοψι του τσ̑ιράγι τ'
(το κορίτσι με το μαχαίρι της σκότωσε τον υπηρέτη της)
Μισθ.
-Dawk.
Tου έκοψι του τσ̑ιράχ, γιάρωσιν
(ζωντάνεψε τον υπηρέτη που είχε σκοτώσει)
Μισθ.
-Dawk.
Πάλι ο τσ̑ιράχος σ̑ασ̑τιέσε
(πάλι ο υπηρέτης έμεινε έκπληκτος)
Φάρασ.
-Dawk.
Παίνιξαμ' τσιράχια σα τσορμπαdζία για ένα μπελίτσ' ψωμί
(πηγαίναμε ως υπηρέτες στους πλούσιους για ένα κομμάτι ψωμί)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σο σπίτ' τ'νε ειχαν κι ένα τσ̑ιράχ
(Στο σπίτι τους είχαν και έναν υπηρέτη)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Σηκούνdι πηάζουν ντα δα τσ̑ιράχ̇ια, αφήνουν ντου 'δετσού σου σπηλιά
(Σηκώνονται, τους πηγαίνουν τα τσιράκια, τους αφήνουν εκεί στην σπηλιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Είσ̑ινι πουγά αλτούνα λίρις, είσ̑ινι τσιράχους
(Είχε πολλές χρυσές λίρες, είχε υπηρέτες)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
2. Βοηθός, παραγιός, μαθητευόμενος
ό.π.τ.
:
Εgεί ντο φσ̑αχ το στάθεν σο qαϊφεdζ̑ή τσ̑ιράχ παιρί, qαϊφεdζ̑ής πολύ ζενgινένσεν
(καθώς το αγόρι έμεινε με τον καφετζή ως υπηρέτης, ο καφετζής έγινε πολύ πλούσιος)
Φλογ.
-Dawk.
Το μέγα του υιός πήν να σταθεί τσ̑ιράχος
(ο μεγάλος του γιος πήγε να γίνει μαθητευόμενος)
Αφσάρ.
-Dawk.
Πού ένι τ' οταδόκκο τζάπι α φάμες το Πάσκα μοτό τις τζιράχοι μου;
(Πού είναι το δωμάτιο όπου θα φάμε το Πάσχα με τους μαθητές μου;)
Φάρασ.
-Lag.
Μικρά τα κορίτσια τα πήριναμ’ τσιράχια κονdά μας για να τα ρείξουμε, να μάσουνε
(Μικρά τα κορίτσια τα παίρναμε μαθητευόμενες κοντά μας για να τους δείξουμε, να μάθουνε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
3. Υπάλληλος
Αξ., Μαλακ., Ουλαγ.
4. ΠΛηθ., οι μαθητές του Χριστού
Φάρασ.
:
Χριστός πήρε τον άρτον τζ' έψαλε την ευχή ν'τα πληθύνει, τζαι κατέκοψέν τα τζαι δίνκεν τα τις τζιράχοι
(Ο Χριστός πήρε τον άρτο και είπε την ευχή για να πληθύνει, δηλ. τον ευλόγησε, και τον έκοψε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές = Ματθ. 26.26 Λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς)
Φάρασ.
-Lag.