ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιρκίνης (επίθ.) τ͑σ̑ιρκ͑ίνης [tʰʃirˈkʰinis] Φάρασ. Ουδ. τ͑σ̑ιρκ͑ίνι [tʰʃirˈkʰini] Φάρασ. Ουδ. τσ̑ιρκίν [tʃirˈcin] Ανακ., Αξ., Μισθ., Φάρασ. Θηλ. τ͑σ̑ιρκ͑ίντ͑σα [tʰʃirˈkʰintʰsa] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. çirkin, όπου και διαλεκτ. τύπ. çikin = άσχημος.
1. Άσχημος ό.π.τ. : Είχεν ένα τσ̑ιρκίν κορίτσ̑' (Είχε ένα άσχημο κορίτσι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τικεινάς Σάββας πολύ τσ̑ικίνης, γερασμένους ε, άμα ζεγκίνης ε (Εκείνος ο Σάββας πολύ άσχημος, γερασμένος είναι, αλλά πλούσιος είναι) Σίλ. -Κωστ.Σ.
2. Κακότροπος : Τιας πολύ τσ̑ικίνης άρτουπους ‘ναι (Aυτός είναι πολύ άγριος άνθρωπος)
Συνών. πίσι