ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιρκίνια (επίρρ.) τσ̑ικίνια [tʃiʹciɲa] Σίλ. Από το επίθ. τσιρκίνης, όπου και τύπ. τσ̑ικίνης, και το παραγωγ. επίθμ. .
Άσχημα : Νε τσ̑ικίνια τα σώριψι! (Πόσο άσχημα τα δίπλωσε, ενν. τα ρούχα!) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τσ̑ικίνια ξύπνησι (Στραβά ξύπνησε, είναι αγουροξυπνημένος) Σίλ. -Κωστ.Σ.