τσιρκίνια
(επίρρ.)
τσ̑ικίνια
[tʃiʹciɲa]
Σίλ.
Από το επίθ. τσιρκίνης, όπου και τύπ. τσ̑ικίνης, και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Άσχημα
:
Νε τσ̑ικίνια τα σώριψι!
(Πόσο άσχημα τα δίπλωσε, ενν. τα ρούχα!)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τσ̑ικίνια ξύπνησι
(Στραβά ξύπνησε, είναι αγουροξυπνημένος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.