ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιρπί (ουσ. ουδ.) τσ̑ιρπί [tʃirˈpi] Μισθ. τσιλπί [tsilˈpi] Αξ. τσ̑ιλπί [tʃilˈpi] Μαλακ., Μισθ. Από του τουρκ. ουσ. çırpı = α) αλφάδι β) ξερόκλαδο γ) διαλεκτ. λεπτή ράβδος που ρυθμίζει που μπαίνει στο τοξοειδές εργαλείο για το λανάρισμα του βαμβακιού, όπου και διαλεκτ. τύπ. çirpi και çılpı (THADS 3, λ. çılpı II, çırpı V, çirpi I).
Χαμόκλαδο, βέργα Αξ., Μαλακ. Συνών. ιλύδι :1, ραβδί
β. Λεπτή βέργα με την οποία ρυθμίζουν τον κραδασμό της χορδής της δοξάρας, του τοξοδειδούς εργαλείου για το λανάρισμα του βαμβακιού Μισθ.