τσιτιάνι
(ουσ.)
τσ̑ιτιάνι
[tʃiˈtçani]
Μισθ.
τσιντιάνι
[tsiˈdʝani]
Τσαρικ.
Νεότ. ουσ. τσιτιάνι = γυναικείο εσώρουχο (Mackridge 2021: 196), το οπ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çintiyan = γυναικεία βράκα με επένδυση (Eren 1999: λ. çintiyan), πβ. και αλβ. çitjan, σερβ. čiftijáne, čintijáne, čivtijáne.
Τσίτινη βράκα που φορούσαν εσωτερικά τα κορίτσια κάτω από το τα ρούχα τους (αντί εσωρούχου;), πλατύ άσπρο ως τα γόνατα και χρωματιστό χαμηλότερα (Κωστάκης 1977: 144).
ό.π.τ.
Πβ.
βρακί