ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιρλαντώ (ρ.) τσιρλανdώ [tsirlanˈdo] Τροχ. Από το τουρκ. ρ. cırlanmak = α) τρίζω β) μουρμουράω, γκρινιάζω.
Τρίζω Τροχ. : Γιαγλάdα τα τροχουλιές σ’ αμάξ’ να μη τσιρλανdάνε (Άλειψε με λίπος τους άξονες των τροχών του αμαξιού για να μην τρίζουν) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289 Συνών. τσιζιρλαντώ