τσιρλαντώ
(ρ.)
τσιρλανdώ
[tsirlanˈdo]
Τροχ.
Από το τουρκ. ρ. cırlanmak = α) τρίζω β) μουρμουράω, γκρινιάζω.
Τρίζω
Τροχ.
:
Γιαγλάdα τα τροχουλιές σ’ αμάξ’ να μη τσιρλανdάνε
(Άλειψε με λίπος τους άξονες των τροχών του αμαξιού για να μην τρίζουν)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Συνών.
τσιζιρλαντώ