ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιρίζω (ρ.) τσιρίζω [tsiˈrizo] Σινασσ., Φάρασ. τσ̑ιρίζω [tʃiˈrizo] Αξ., Μαλακ., Τελμ., Φλογ. τσιρώ [tsiˈro] Φάρασ. τσιράγω [tsiˈraɣo] Φάρασ. τσ̑ιράγω [tʃiˈraɣo] Φάρασ. τσιράω [tsiˈrao] Φάρασ. Παρατατ. τσιράνκα [tsiˈraŋka] Φάρασ. Αόρ. τσίριξα [ˈtsiriksa] Αφσάρ., Φάρασ. τσ̑ίριξα [ˈtʃiriksa] Αξ. ζίριξα [ˈziriksa] Φάρασ. Από το μεσν. ρ. τσυρίζω < αρχ. ρ. συρίζω = σφυρίζω, συρίζω (για ερπετά), με ισχυροποίηση της άρθρωσης [s > ts]. Ο τύπ. τσιρώ από μεταπλ. με βάση το θ. του αορ. (-ίξα).
1. Συρίζω (για ερπετά) Σινασσ. : || Ασμ. Ο δράκοντας τα δόντια του για μένα τα τσιρίζει (Ο δράκοντας συρίζει για μένα με τα δόντια του) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Κραυγάζω, βγάζω δυνατές και διαπεραστικές φωνές ό.π.τ. : Τσ̑' απού πήγε απόκ-κος να παραμυρίσει, τζ̑έντσεν ντα ο νομάτ΄ μο ντο σακοράφι. Τσίριξε απόκ-κος: "Ολάν τζ̑ενdά, ολάν τζ̑ενdά». (Και όταν η αλεπουδίτσα πήγε να οσφρηστεί σε διάφορα σημεία (της σπηλιάς), ο άνθρωπος την τσίμπησε με την σακοράφα. Και η αλεπουδίτσα κραύγασε: «Άνθρωπος που τσιμπά! Άνθρωπος που τσιμπά!».) Φάρασ. -Dawk. Δερνότουν, έκλαιεν. τσίριζ̑εν (δερνόταν, έκλαιγε, τσύριζε) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Οπ' τσ̑ίριξεν ας τυφλωχεί (Όποιος τσίριξε να τυφλωθεί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τσιράνε βυνατά (Φωνάζουν δυνατά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Νε λάλ’τσεν νε τσ̑ίριξεν (ούτε μίλησε ούτε τσίριξε˙ σιώπησε εντελώς) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
3. Μτβ., καλώ κάποιον φωνάζοντας του Φάρασ. : Xίτσανε τ’ ασκέρι ντου, ζίριξαν το κουλατζ̑όκκο (ο στρατός όρμησε, κάλεσε με φωνές το μικρό φίδι· ) Φάρασ. -Dawk. Χαμέν τσίριξα τη μα μου τσαι τον τατά μου (αμέσως κάλεσα φωνάζοντας τη μάνα μου και τον πατέρα μου) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.