τσιρίζω
(ρ.)
τσιρίζω
[tsiˈrizo]
Σινασσ., Φάρασ.
τσ̑ιρίζω
[tʃiˈrizo]
Αξ., Μαλακ., Τελμ., Φλογ.
τσιρώ
[tsiˈro]
Φάρασ.
τσιράγω
[tsiˈraɣo]
Φάρασ.
τσ̑ιράγω
[tʃiˈraɣo]
Φάρασ.
τσιράω
[tsiˈrao]
Φάρασ.
Παρατατ.
τσιράνκα
[tsiˈraŋka]
Φάρασ.
Αόρ.
τσίριξα
[ˈtsiriksa]
Αφσάρ., Φάρασ.
τσ̑ίριξα
[ˈtʃiriksa]
Αξ.
ζίριξα
[ˈziriksa]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. τσυρίζω < αρχ. ρ. συρίζω = σφυρίζω, συρίζω (για ερπετά), με ισχυροποίηση της άρθρωσης [s > ts]. Ο τύπ. τσιρώ από μεταπλ. με βάση το θ. του αορ. (-ίξα).
1. Συρίζω (για ερπετά)
Σινασσ.
:
|| Ασμ.
Ο δράκοντας τα δόντια του για μένα τα τσιρίζει
(Ο δράκοντας συρίζει για μένα με τα δόντια του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Κραυγάζω, βγάζω δυνατές και διαπεραστικές φωνές
ό.π.τ.
:
Τσ̑' απού πήγε απόκ-κος να παραμυρίσει, τζ̑έντσεν ντα ο νομάτ΄ μο ντο σακοράφι. Τσίριξε απόκ-κος: "Ολάν τζ̑ενdά, ολάν τζ̑ενdά».
(Και όταν η αλεπουδίτσα πήγε να οσφρηστεί σε διάφορα σημεία (της σπηλιάς), ο άνθρωπος την τσίμπησε με την σακοράφα. Και η αλεπουδίτσα κραύγασε: «Άνθρωπος που τσιμπά! Άνθρωπος που τσιμπά!».)
Φάρασ.
-Dawk.
Δερνότουν, έκλαιεν. τσίριζ̑εν
(δερνόταν, έκλαιγε, τσύριζε)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Οπ' τσ̑ίριξεν ας τυφλωχεί
(Όποιος τσίριξε να τυφλωθεί)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τσιράνε βυνατά
(Φωνάζουν δυνατά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Νε λάλ’τσεν νε τσ̑ίριξεν
(ούτε μίλησε ούτε τσίριξε˙ σιώπησε εντελώς)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
3. Μτβ., καλώ κάποιον φωνάζοντας του
Φάρασ.
:
Xίτσανε τ’ ασκέρι ντου, ζίριξαν το κουλατζ̑όκκο
(ο στρατός όρμησε, κάλεσε με φωνές το μικρό φίδι· )
Φάρασ.
-Dawk.
Χαμέν τσίριξα τη μα μου τσαι τον τατά μου
(αμέσως κάλεσα φωνάζοντας τη μάνα μου και τον πατέρα μου)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.