τσιρίσι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιρίσ̑'
[tʃiˈriʃ]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. çiriş = φυτική ουσία που χρησιμοποιείται ως κόλλα όταν αναμειγνύεται με νερό.
Αμυλώδης κόλλα των υποδηματοποιών