ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσίρκι (ουσ. ουδ.) τσ̑ίρκι ['tʃirci] Αραβαν., Γούρδ. τσ̑ίρκ' [tʃirk] Αξ., Ουλαγ., Φλογ. Πληθ. τσ̑ίρκια [ˈtʃirca] Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. τσίρτια [ˈtʃirtça] Μισθ. Από το παλαιότ. τουρκ. (< περσ.) ουσ. çirk = α) ακαθαρσία β) πύον γ) μύξα δ) κοπριά ε) κατακάθι πίπας. Ο τύπ. πληθ. τσίρτια από τσίρτσια με τσιτακ. ή από διαλεκτ. τύπ. çirt (THADS 3, λ. çırt).
1. Κατακάθι λαδιού, ξιδιού, κρασιού κ.τ.ό. Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φλογ. : Σ̑έρι λερό να φύγ'νι ντα τσίρτια (Ρίξε νερό να φύγουε τα κατακάθια) Μισθ. -Κοτσαν. Κρασ̑ού τσ̑ίρκια (Κατακάθια κρασιού) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1425
2. Κοπριά, λίπασμα Αραβαν., Γούρδ. Συνών. κοπριά, κουλούκι, χοβόλι, χωμάτισμα :1