τσίρκι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ίρκι
['tʃirci]
Αραβαν., Γούρδ.
τσ̑ίρκ'
[tʃirk]
Αξ., Ουλαγ., Φλογ.
Πληθ.
τσ̑ίρκια
[ˈtʃirca]
Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
τσίρτια
[ˈtʃirtça]
Μισθ.
Από το παλαιότ. τουρκ. (< περσ.) ουσ. çirk = α) ακαθαρσία β) πύον γ) μύξα δ) κοπριά ε) κατακάθι πίπας. Ο τύπ. πληθ. τσίρτια από τσίρτσια με τσιτακ. ή από διαλεκτ. τύπ. çirt (THADS 3, λ. çırt).
1. Κατακάθι λαδιού, ξιδιού, κρασιού κ.τ.ό.
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φλογ.
:
Σ̑έρι λερό να φύγ'νι ντα τσίρτια
(Ρίξε νερό να φύγουε τα κατακάθια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κρασ̑ού τσ̑ίρκια
(Κατακάθια κρασιού)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1425