χωμάτισμα
(ουσ. ουδ.)
χωμάτισμα
[xoˈmatizma]
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
χουμάτ'σμα
[xuˈmatzma]
Σινασσ.
Από το ρ. χωματίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Κοπριά ως λίπασμα
ό.π.τ.
:
Tου κομμάτ' το χωμάτισμα φέτου λίγο 'χ̑τον
(Το λίπασμα του χωραφιού φέτος ήταν λίγο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
τσίρκι :2
2. Λίπανση χωραφιού
Αξ.