ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χωμάτισμα (ουσ. ουδ.) χωμάτισμα [xoˈmatizma] Αξ., Μαλακ., Φλογ. χουμάτ'σμα [xuˈmatzma] Σινασσ. Από το ρ. χωματίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Κοπριά ως λίπασμα ό.π.τ. : Tου κομμάτ' το χωμάτισμα φέτου λίγο 'χ̑τον (Το λίπασμα του χωραφιού φέτος ήταν λίγο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. τσίρκι :2
2. Λίπανση χωραφιού Αξ.