χώρας
(επίθ.)
χώρας
['xoras]
Αξ., Δίλ., Μισθ., Σίλ., Τροχ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
χώρα
['xora]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ.
Θηλ.
χώρα
['xora]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Γεν.
χώρανος
['xoranos]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Τροχ.
χωρανού
[xoraˈnu]
Φερτάκ.
χωρανούς
[xoraˈnus]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. χώρα. Εναλλακτικά, από το τουρκ. επίρρ. ora = εκείνο το μέρος, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. hora. Για την σημ. 2 πβ. χωρέ = κέλευσμα στα αιγοπρόβατα να χωριστούν Καλαβρ., το οπ. ο Καραναστάσης (1984-1992: λ. χωρέ) ετυμολογεί από το ρ. χωρίζω.
1. Ξένος
ό.π.τ.
:
Χωρανού ντο σπίτ'
(Ξένο σπίτι)
Φερτάκ.
-Κρινόπ.
'ς χώρας το καdζ̑ί
(Ο ξένος λόγος)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Τούτο είναι χώρας
(Αυτό είναι ξένο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Χώρας το κορίτζι μου τα παίρ υπάγου
(Δεν θα παντρευτείς ένα ξένο κορίτσι)
Αφσάρ.
-Dawk.
Ετά τ' ορνίθ' χώρας 'ναι
(Αυτή η κότα είναι ξένη)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ητούρα 'νει χωράς χωριού
(Αυτοί είναι από ξένο χωριό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Για να δα μεγαλώσου τί να κάνου; τί άργαδα χιώρεινα; σούρουβα χωρανούς μπαμπάτσ̑α
(Για να τα μεγαλώσω τι να κάνω; τι δουλειές έκανα; Μάζευα ξένα μπαμπάκια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Δώτσ̑ις τα τσ̑ιπ ση χώρα τσ̑αι σύ ψοφάς 'ς την πείνα
(Τα έδωσες όλα στους ξένους και εσύ ψοφάς από την πείνα)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Η χώρα θέρ'σιν τα χωράφα
(Η ξένη θέρισε τα χωράφια)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Χώρανος κ'λάκ'
(Ξένο παιδί, παιδί από άλλο χωριό)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Χώρα καρσού
(Απέναντι στους ξένους˙ Μπροστά στον κόσμο)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Μπήκα ’ς χώρας χωριού μέσ̑'
(Μπήκα ανάμεσα σε ξένους ξένων˙ Βρέθηκα μεταξύ ξένων)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μαυτό τ’ το μέτ' φορών το σ' χὠρα
(Το δικό του εσώρουχο το φοράει στον ξένο˙ Κατηγορεί άλλους για δικά του ελαττώματα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Το βολόν' χάχτα το σ̑ίφταχ σο γιαυτό σ' και σόνgρα το σακράφ' σο χώρα
(Μπηξε πρώτα στον εαυτό σου το βελόνι και μετά την σακοράφα στον ξένο˙ Δοκίμασε το κακό πρώτα στον εαυτό σου και μετά στον ξένο σε μεγαλύτερο βαθμό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Το βολόν' λάχτα το σο μαυτό σ' και το σακουράφ' ΄σ χώρα
(Το βελόνι μπήξε το στον εαυτό σου και την σακοράφα στον ξένο˙ το ίδιο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
αγαπητικός :1, γιαμπαντζής, γιαντιργούς, γαρίπης, ξένος
2. Με επανάληψη της λέξης, ως επιφώνημα σε ξένες κότες να φύγουν
Αξ.