ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χωνί (ουσ. ουδ.) χουνί [xuˈni] Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. Από το μεσν. χωνί(ο)ν, ως υποκορ. του αρχ. ουσ. χώνη (< χοάνη). Πβ. και τουρκ. huni = χωνί.
Χοάνη ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 29/06/2025