χωνί
(ουσ. ουδ.)
χουνί
[xuˈni]
Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
Από το μεσν. χωνί(ο)ν, ως υποκορ. του αρχ. ουσ. χώνη (< χοάνη). Πβ. και τουρκ. huni = χωνί.
Το χωνί
ό.π.τ.