ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χωλοσαύρα (ουσ. θηλ.) χωλισαύρα [xoliˈsavra] Δίλ. χωλίσαφρα [xoˈlisafra] Σινασσ. γουλασαύρα [ɣulaˈsavra] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. κωλοσαύρα, πβ. Πουλολὀγος 1.382 «ὀφίδια τρῶς καὶ ποντικούς, μᾶλλον καὶ κωλοσαύρας», το οπ. από μεταγν. χλωροσαῦρα.
Η πράσινη σαύρα ό.π.τ. Πβ. αλιμόπα, κερτισένι, μαραμουδιά, τζεμρές