χωματερή
(ουσ.)
χωματερή
[xomateˈri]
Αραβαν., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ.
Από την ουσιαστικ. του θηλ. τύπ. του νεότ. επιθ. χωματερός, το οπ. από το μεσν. επιθ. χωματηρός.
Δοχείο με χώμα ή όπου θερμαίνεται χώμα για μωρά, για να αφοδεύουν εκεί
ό.π.τ.