ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χωματερή (ουσ.) χωματερή [xomateˈri] Αραβαν., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ. Από την ουσιαστικ. του θηλ. τύπ. του νεότ. επιθ. χωματερός, το οπ. από το μεσν. επιθ. χωματηρός.
Δοχείο με χώμα ή όπου θερμαίνεται χώμα για μωρά, για να αφοδεύουν εκεί ό.π.τ.