χωρατά
(ουσ. ουδ.)
χωρατά
[xoraˈta]
Μαλακ., Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. χωρατά (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. horata ως αντιδάν. από τον πληθ. χωρατά του ουσ. χωρατό (βλ. Tietze 2016, λ. horata), που αποτελεί υποχωρητικό σχηματ. από το ρήμα χωρατεύω < χωραϊτεύω με αποβ. του ημιφ. < χωραΐτης.
Αστεία, πλάκες
ό.π.τ.