χωριάτης
(ουσ. αρσ.)
χωριάτης
[xoˈrʝatis]
Σινασσ.
χωριάτ'ς
[xoˈrʝats]
Αξ.
χωριάτσ̑ης
[xoˈrʝatʃis]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το μεσν. ουσ. χωριάτης.
Χωρικός, χωριάτης
ό.π.τ.
:
Τὄνα καστερνός και τὄνα χωριάτ'ς
(Ο ένας κάτοικος πόλης και ο άλλος του χωριού)
Αξ.
-Dawk.
Συνών.
τσιφτσής, χωρώτης :1