ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χωριάτης (ουσ. αρσ.) χωριάτης [xoˈrʝatis] Σινασσ. χωριάτ'ς [xoˈrʝats] Αξ. χωριάτσ̑ης [xoˈrʝatʃis] Αραβαν., Γούρδ. Από το μεσν. ουσ. χωριάτης.
Χωρικός, χωριάτης ό.π.τ. : Τὄνα καστερνός και τὄνα χωριάτ'ς (Ο ένας κάτοικος πόλης και ο άλλος του χωριού) Αξ. -Dawk. Συνών. τσιφτσής :2, χωρώτης, Πβ. καστρινός :1, Αντίθ σεχεριώτης, σεχιρλής
Τροποποιήθηκε: 13/05/2025