χωριάτης
(ουσ. αρσ.)
χωριάτης
[xoˈrʝatis]
Σινασσ.
χωριάτ'ς
[xoˈrʝats]
Αξ.
χωριάτσ̑ης
[xoˈrʝatʃis]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το μεσν. ουσ. χωριάτης.