ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καστρινός (επίθ.) καστρινός [kastriˈnos] Σίλατ. καστρενός [kastreˈnos] Αραβαν., Γούρδ., Φλογ. καστερνός [kasterˈnos] Ανακ., Αξ., Σινασσ. Από το μεσν. επίθ. καστρινός (στην σημ. 1). Για την σημ. 2 πβ. τη νεότ. σημ. ‘κάτοικος του Ηρακλείου Κρήτης’. Ο τύπ. καστρενός με συνήθη τροπή [i] > [e] πλησίον υγρού ή ερρίνου. Ο τύπ. καστερνός από τον τύπ. καστρενός με μετάθ.
1. Ο κάτοικος της πόλης Αξ., Γούρδ., Σίλατ. : Μπιρ βακ͑ι̂́τ κειόταν ντύο αχπάπια· τὄνα Καστερνός και τὄνα χωριάτ'ς (Μια φορά ήταν δύο φίλοι· ο ένας από την πόλη και ο άλλος από το χωριό) Αξ. -Dawk. Συνών. σεχεριώτης, σεχιρλής
2. Ειδικότ., ο κάτοικος της Νίγδης ή της Νεάπολης (Νεβσεχίρ) ή του Προκοπίου Ανακ., Αξ., Αραβαν., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.