κασνάκι
(ουσ. ουδ.)
κασνάκι
[kasˈnaci]
Τσελτ.
κασνάκ'
[kasˈnak]
Μαλακ.
γασνάχ̇ι
[ɣasˈnaxi]
Τσουχούρ., Φάρασ.
γασνάχ'
[ɣasˈnax]
Μισθ.
χασνάχ'
[xasˈnax]
Μισθ.
Aπό το τουρκ. ουσ. kasnak = α) πλαίσιο β) στρογγυλό τελάρο κεντήματος γ) στρογγυλό πλαίσιο κόσκινου ή τυμπάνου δ) σπόνδυλος κίονα.
1. Στρογγυλό πλαίσιο, στεφάνι κόσκινου
Τσελτ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Από 'πιδού 'σ' τα πιτένα 'α βγκούν κα κόσ̑-σ̑ουνου γασνάχα
(Από αυτά τα πεύκα θα βγούν καλά στεφάνια κόσκινου)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
2. Πλευρά και σπονδυλική στήλη
Μισθ.
:
|| Φρ.
Καμbηλιού γασνάχ̇ια
(Καμηλιού πλευρά˙ τα πλευρά της καμήλας)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
3. Λυγαριά
Μαλακ.