κασαμά
(ουσ. ουδ.)
κασ̑αμά
[kaʃaˈma]
Μισθ.
γασ̑αμά
[ɣaʃaˈma]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kaşıma = ξύσιμο.
Αρρώστια των ζώων. Ο ιδιοκτήτης έβαζε το δάχτυλό του στον πρωκτό του άρρωστου ζώου και τον έξυνε. Αν έβγαινε αίμα, το ζώο θα γινόταν καλά