καρυδιώνας
(επίθ.)
καρυδιώνας
[kariˈðʝonas]
Ανακ., Σινασσ.
Από το ουσ. καρύδι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Καρυδένιος, φτιαγμένος από ξύλο καρυδιάς
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Έσπασε το ξύλινο πουδάρ', θα βάλω καρυδιώνας
(Έσπασε το ξύλινο ποδάρι, θα βάλω καρυδένιο˙ όταν δεν συνειδητοποιούμε το μέγεθος της ζημίας)
Σινασσ.
-Αρχέλ.