ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρυδιώνας (επίθ.) καρυδιώνας [kariˈðʝonas] Ανακ., Σινασσ. Από το ουσ. καρύδι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Καρυδένιος, φτιαγμένος από ξύλο καρυδιάς ό.π.τ. : || Παροιμ. Έσπασε το ξύλινο πουδάρ', θα βάλω καρυδιώνας (Έσπασε το ξύλινο ποδάρι, θα βάλω καρυδένιο˙ όταν δεν συνειδητοποιούμε το μέγεθος της ζημίας) Σινασσ. -Αρχέλ.